διαπρέπει

διαπρέπει
διαπρέπω
appear prominent
pres ind mp 2nd sg
διαπρέπω
appear prominent
pres ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • διαπρεπεῖ — διαπρεπής distinguished masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) διαπρεπής distinguished masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμπρεπής — ἐμπρεπής, ές (Α) 1. αυτός που είναι ανώτερος, που ξεχωρίζει, που διαπρέπει ανάμεσα σε πολλούς άλλους 2. αυτός που διακρίνεται για κάτι 3. κατάλληλος, αρμόδιος. επίρρ... ἐμπρεπῶς με τρόπο ξεχωριστό, υπερέχοντα, διακρινόμενο …   Dictionary of Greek

  • κάστορας — (Castor fiber). Τρωκτικό της οικογένειας των καστοριδών. Το θηλαστικό αυτό, κοινό άλλοτε σε εκτεταμένες περιοχές της Ευρώπης και της Ασίας, έχει σήμερα ελαττωθεί αριθμητικά στην Ευρώπη και συναντάται μόνο σε περιορισμένες ζώνες, από τη βόρεια… …   Dictionary of Greek

  • καλλιπρεπής — καλλιπρεπής, ές (Α) αυτός που διαπρέπει με την ωραιότητά του, ο έξοχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, ευ πρεπής] …   Dictionary of Greek

  • μεταπρεπής — μεταπρεπής, ές (Α) αυτός που διαπρέπει μεταξύ άλλων, διακεκριμένος, ξεχωριστός («ἄφθιτον ἀστερόεντα, μεταπρεπέ ἀθανάτοισιν», Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + πρεπής (< πρέπω), πρβλ. αξιο πρεπής, δια πρεπής] …   Dictionary of Greek

  • πρόοπτος — ον, και αττ. τ. προὖπτος, ον, Α 1. προφανής, ολοφάνερος ή αναπότρεπτος (α. «σφαῑ τε αὐτοὺς καί ἡμᾱς εἰς προὖπτον κίνδυνον καταστήσειεν», Θουκ. β. «εἰς προὖπτον αῦτὸν ἐνέβαλεν κακόν», Αριστοφ.) 2. (για λίγο) σαφής («προὖπτος ἀγγέλου λόγος», Αισχύλ …   Dictionary of Greek

  • σοφιστής — ο, ΝΑ, θηλ. σοφίστρια Α 1. (στην κλασ. αρχαιότητα) δάσκαλος με ευρεία παιδεία που συνήθως περιόδευε στον ελληνόφωνο κόσμο προσφέροντας τις γνώσεις του και διδάσκοντας έναντι αμοιβής ανώτερα μαθήματα γραμματικής, φυσικών επιστημών, ποίησης,… …   Dictionary of Greek

  • χοροιθαλής — ές, Α αυτός που διαπρέπει στον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χοροῖ, τοπική τού χορός, + θαλής (< θάλος < θάλλω), πρβλ. ὀρει θαλής. Η χρησιμοποίηση τής τοπικής στο α συνθετικό οφείλεται σε μετρικούς λόγους προς αποφυγήν τών αλλεπάλληλων βραχειών… …   Dictionary of Greek

  • Άγιον Όρος ή Άθως — Πολιτεία μοναχών (2.262 κάτ.) που άνθησε ιδιαίτερα στους βυζαντινούς χρόνους. Το Ά.Ό. είναι βουνό με άφθονα δάση (2.033 μ.), στη νότια άκρη της ανατολικής χερσονήσου της Χαλκιδικής, από το οποίο ονομάστηκε έτσι και η χερσόνησος (332,5 τ. χλμ.).… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Θέατρο — ΑΡΧΑΙΑ ΤΡΑΓΩΔΙΑ Ένας λαός που έχει έξι πτώσεις και κλίνει τα ρήματά του με χίλιους τρόπους, έχει μια πλήρη, συλλογική και υπερχειλίζουσα ψυχή. Αυτός ο λαός, που δημιούργησε μια τέτοια γλώσσα, χάρισε τον πλούτο της ψυχής του σε όλο το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”